λεωσφέτερος

λεωσφέτερος
λεωσφέτερος, ον, only in Hdt.9.33, λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τεισαμενόν made him
A one of their own people, their fellow-citizen.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λεωσφέτερος — λεωσφέτερος, ον (Α) συμπολίτης («Λακεδαιμόνιοι ἐποιήσαντο λεωσφέτερον [τεισαμενόν]», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λέω (βλ. λαο ) + σφέτερος «δικός τους»] …   Dictionary of Greek

  • λεωσφέτερον — λεωσφέτερος one of their own people masc/fem acc sg λεωσφέτερος one of their own people neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”